- ξεγίνομαι
- ξέγινα, παύω να είμαι ό,τι ήμουν. Ό,τι γίνεταιδεν ξε γίνεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεγίνομαι — 1. παύω να είμαι αυτό που ήμουν προηγουμένως 2. παροιμ. «ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται» λέγεται για γεγονότα που δεν επανορθώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γίνομαι] … Dictionary of Greek